Ο καρκίνος του μαστού κατά τη διάρκεια της κύησης (PABC – Pregnancy Associated Breast Cancer) προσβάλλει 1/3000 γυναίκες. Tελευταία έχει αυξηθεί αυτό το ποσοστό λόγω της ηλικίας κύησης της γυναίκας. Νεότερα επιστημονικά άρθρα έδειξαν ότι δεν υπάρχει διαφορά στην πρόγνωση της γυναίκας με PABC και της γυναίκας με καρκίνο του μαστού εκτός εγκυμοσύνης, εφόσoν το μέγεθος, οι λεμφαδένες και οι προγνωστικοί δείκτες είναι ίδιοι. Συνήθως ο καρκίνος του μαστού κατά τη διάρκεια του θηλασμού είναι επιθετικός. Κατά τη διάρκεια της κύησης η διάγνωση του καρκίνου γίνεται συνήθως σε προχωρημένο στάδιο και είναι χαμηλής διαφοροποίησης, δεν εκφράζει ορμονικούς υποδοχείς και σε ένα ποσοστό 30% είναι ΗΕR2 θετικός.
Σε περίπτωση που η εγκυμονούσα γυναίκα ψηλαφήσει ένα ογκίδιο στον μαστό, πρέπει άμεσα να υποβληθεί σε έλεγχο από εξειδικευμένο μαστολόγο-χειρουργό μαστού και να γίνει υπερηχογράφημα μαστού από εξειδικευμένο ακτινοδιαγνώστη μαστού. Η μαστογραφία μπορεί να γίνει θωρακίζοντας την κοιλιά της εγκύου, για να ελαττώσουμε στο ελάχιστο την έκθεση του εμβρύου στην ακτινοβολία. Είναι απαραίτητη η ιστολογική βιοψία και όχι η κυτταρολογική εξέταση FNA. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές μελέτες για τυχόν παρενέργειες της μαγνητικής τομογραφίας στην κύηση.
Ιστολογικά, η πλειονότητα των γυναικών έχει πορογενές καρκίνωμα με επιθετικούς βιολογικούς προγνωστικούς δείκτες.
Για τη σταδιοποίηση, οι εξετάσεις περιορίζονται σε
Η αξονική τομογραφία και το σπινθηρογράφημα οστών πρέπει να αποφεύγονται κυρίως το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, καθώς μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στο έμβρυο.
Η μαγνητική τομογραφία – ΜRI χωρίς σκιαγραφικό, μπορεί να γίνει μόνο όταν υπάρχει έντονη υπόνοια για μεταστάσεις σε συκώτι, οστά και εγκέφαλο.
Το πρωτόκολλο θεραπείας πρέπει να προσομοιάζει κατά το δυνατόν περισσότερο με τη θεραπεία των γυναικών που δεν κυοφορούν. Η θεραπεία πρέπει να είναι εξατομικευμένη και εξαρτάται από τους βιολογικούς δείκτες του καρκίνου, το στάδιο και το μήνα εγκυμοσύνης. Δεν υπάρχει επιστημονικό άρθρο που να αναφέρει ότι η διακοπή της εγκυμοσύνης βελτιώνει την πρόγνωση.
Η περίπτωση διακοπής της εγκυμοσύνης πρέπει να συζητηθεί εκτεταμένα με την ασθενή και να προτείνεται στις περιπτώσεις που η θεραπεία μπορεί να βλάψει το έμβρυο ή όταν η ογκολογική θεραπεία της γυναίκας καθυστερεί και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της γυναίκας (συνήθως όταν η διάγνωση γίνεται στο πρώτο τρίμηνο).
Το χειρουργείο μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η αναισθησία δεν προκαλεί βλάβη στο έμβρυο. Το ιδανικό είναι να γίνει το χειρουργείο στο 2ο ή 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Σε περίπτωση ογκεκτομής, η ακτινοθεραπεία μπορεί να γίνει μετά τον τοκετό. Στην περίπτωση που το χειρουργείο γίνει κατά το πρώτο τρίμηνο, η καλύτερη λύση είναι η μαστεκτομή γιατί η ακτινοθεραπεία θα καθυστερήσει πολύ και βάζει σε κίνδυνο την εγκυμονούσα. Η ακτινοθεραπεία δεν πρέπει να γίνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η χημειοθεραπεία καλό είναι να αποφεύγεται το πρώτο τρίμηνο γιατί μπορεί να προκαλέσει βλάβη μέχρι και θάνατο στο έμβρυο σε ποσοστό 10-20%. Η χημειοθεραπεία, αν θεωρείται αναγκαία, πρέπει να γίνεται στο τέλος της 14ης-16ης εβδομάδας.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν συνιστάται η ορμονική θεραπεία.
Ο καρκίνος κατά τη διάρκεια της κύησης ή γαλουχίας μπορεί να είναι επώδυνος. Η μαστογραφία λόγω της πυκνότητας του μαστού, μπορεί να μην είναι ακριβής απεικονιστικά. Η καλύτερη εξέταση είναι η ιστολογική βιοψία με κόπτουσα βελόνα με εξέταση των προγνωστικών παραγόντων.